διόδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διόδιο τα διόδια
      γενική του διοδίου
& διόδιου
των διοδίων
    αιτιατική το διόδιο τα διόδια
     κλητική διόδιο διόδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διόδιο < ελληνιστική κοινή διόδιον < δίοδος < αρχαία ελληνική διά + ὁδός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική toll)

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiˈo.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διόδιο

Ουσιαστικό

διόδιο ουδέτερο

  1. το κόστος χρήσης αυτοκινητοδρόμων
      Μια σκέψη που υπάρχει είναι να μη διατηρηθεί το ενιαίο διόδιο για όλο το 24ωρο. Δηλαδή οι οδηγοί που κυκλοφορούν στην Αττική οδό σε ώρες μη αιχμής να πληρώνουν φθηνότερο διόδιο και όσοι κυκλοφορούν τις ώρες της αιχμής να πληρώνουν ακριβότερο. (*)
  2. (πληθυντικός) διόδια: ο σταθμός όπου πρέπει ο οδηγός να σταματήσει και να πληρώσει για να συνεχίσει την πορεία του
    η τροχαία είχε κάνει μπλόκο στα διόδια της Κορίνθου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.