toll
Αγγλικά (en)
Ρήμα
toll (en)
- (μεταβατικό) χτυπώ αργά και δυνατά μια καμπάνα ανακοινώνοντας κάτι, ειδικά την ώρα, την έναρξη της Θείας λειτουργίας ή ένα θάνατο
- (αμετάβατο) (για καμπάνα) χτυπώ αργά και δυνατά
- ask not for whom the bell tolls - μη ρωτάς για ποιον χτυπά η καμπάνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.