διόδιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ διόδιον τὰ διόδι
      γενική τοῦ διοδίου τῶν διοδίων
      δοτική τῷ διοδί τοῖς διοδίοις
    αιτιατική τὸ διόδιον τὰ διόδι
     κλητική ! διόδιον διόδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διοδίω
γεν-δοτ τοῖν  διοδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διόδιον < δίοδος < διά + ὁδός

Ουσιαστικό

διόδιον ουδέτερο

  1. πέρασμα, διάβαση
  2. στενωπός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.