justify
Αγγλικά (en)
| ενεστώτας | justify |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | justifies |
| αόριστος | justified |
| παθητική μετοχή | justified |
| ενεργητική μετοχή | justifying |
Ρήμα
justify (en)
- δικαιολογώ, δικαιώνω, δείχνω ότι κάποιος ή κάτι είναι σωστό ή λογικό
- δικαιολογώ, δίνω μια εξήγηση ή δικαιολογία για κάτι ή για να κάνω κάτι
- ευθυγραμμίζω και την δεξιά και την αριστερή άκρη μιας παραγράφου κειμένου σε έντυπο ή σε οθόνη υπολογιστή
Παράγωγα
Συγγενικά
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.