αυτοδικαίωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αυτοδικαίωτος η αυτοδικαίωτη το αυτοδικαίωτο
      γενική του αυτοδικαίωτου της αυτοδικαίωτης του αυτοδικαίωτου
    αιτιατική τον αυτοδικαίωτο την αυτοδικαίωτη το αυτοδικαίωτο
     κλητική αυτοδικαίωτε αυτοδικαίωτη αυτοδικαίωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αυτοδικαίωτοι οι αυτοδικαίωτες τα αυτοδικαίωτα
      γενική των αυτοδικαίωτων των αυτοδικαίωτων των αυτοδικαίωτων
    αιτιατική τους αυτοδικαίωτους τις αυτοδικαίωτες τα αυτοδικαίωτα
     κλητική αυτοδικαίωτοι αυτοδικαίωτες αυτοδικαίωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αυτοδικαίωτος < αυτοδικαίωση + -τος

Επίθετο

αυτοδικαίωτος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.