αυτοδικαίωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοδικαίωση οι αυτοδικαιώσεις
      γενική της αυτοδικαίωσης* των αυτοδικαιώσεων
    αιτιατική την αυτοδικαίωση τις αυτοδικαιώσεις
     κλητική αυτοδικαίωση αυτοδικαιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοδικαιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοδικαίωση < αυτο- + δικαίωση

Ουσιαστικό

αυτοδικαίωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.