διευθύνοντες

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

διευθύνοντες

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του διευθύνοντας
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, αρσενικού γένους του διευθύνων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.