διευθύνοντα

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

διευθύνοντα

  1. γενική, αιτιατική και κλητική ενικού, αρσενικού γένους του διευθύνοντας
  2. γενική ενικού, αρσενικού γένους του διευθύνων
    άλλες μορφές: λογιότερο: διευθύνοντος
  3. αιτιατική και κλητική ενικού, αρσενικού γένους του διευθύνων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.