διευθυνόντων

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος μετοχής

διευθυνόντων

  1. γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του διευθύνοντας
  2. γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (διευθύνον) του διευθύνοντας
  3. γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του διευθύνων
  4. γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (διευθύνον) του διευθύνων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.