διευθύνουσας
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
διευθύνουσας
- γενική ενικού, θηλυκού γένους (διευθύνουσα) του διευθύνοντας
- γενική ενικού, θηλυκού γένους (διευθύνουσα) του διευθύνων
- άλλες μορφές: λόγιο: διευθυνούσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.