διετία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διετία οι διετίες
      γενική της διετίας των διετιών
    αιτιατική τη διετία τις διετίες
     κλητική διετία διετίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διετία < ελληνιστική κοινή διετία < αρχαία ελληνική διετής < δι- + ἔτος < ϝέτος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wétos < *wet- (έτος) + *-os

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.eˈti.a/

Ουσιαστικό

διετία θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.