διεμβολίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διεμβολίζω < (διά) δι- + εμβολίζω < έμβολο < αρχαία ελληνική ἔμβολον, ουδέτερο του ἔμβολος < ἐμβάλλω < βάλλω

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.eɱ.voˈli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διεμβολίζω

Ρήμα

διεμβολίζω, αόρ.: διεμβόλισα, παθ.φωνή: διεμβολίζομαι, π.αόρ.: διεμβολίστηκα, μτχ.π.π.: διεμβολισμένος

  1. διατρυπώ, εμβολίζω
    1. διατρυπώ άλλο πλοίο με έμβολο που βρίσκεται στην πλώρη του δικού μου πλοίου, προκαλώντας του ρήγμα
    2. (κατ’ επέκταση, για πλοίο ή όχημα) κτυπώ με το μπροστινό μου τμήμα τα πλευρά άλλου (πλοίου ή οχήματος
    3. (κατ’ επέκταση) ορμώ και κτυπώ κάτι ή κάποιον με ορισμένο αντικείμενο που το χρησιμοποιώ σαν έμβολο
  2. (μεταφορικά) διεισδύω πλαγίως, κτυπώ με πλάγιο τρόπο
  3. (μεταφορικά) προσπαθώ να ασκήσω (πολιτική) επιρροή σε άλλο χώρο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.