διεμβολίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.eɱ.voˈli.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐εμ‐βο‐λί‐ζω
Ρήμα
διεμβολίζω, αόρ.: διεμβόλισα, παθ.φωνή: διεμβολίζομαι, π.αόρ.: διεμβολίστηκα, μτχ.π.π.: διεμβολισμένος
- διατρυπώ, εμβολίζω
- διατρυπώ άλλο πλοίο με έμβολο που βρίσκεται στην πλώρη του δικού μου πλοίου, προκαλώντας του ρήγμα
- (κατ’ επέκταση, για πλοίο ή όχημα) κτυπώ με το μπροστινό μου τμήμα τα πλευρά άλλου (πλοίου ή οχήματος
- (κατ’ επέκταση) ορμώ και κτυπώ κάτι ή κάποιον με ορισμένο αντικείμενο που το χρησιμοποιώ σαν έμβολο
- (μεταφορικά) διεισδύω πλαγίως, κτυπώ με πλάγιο τρόπο
- (μεταφορικά) προσπαθώ να ασκήσω (πολιτική) επιρροή σε άλλο χώρο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διεμβολίζω | διεμβόλιζα | θα διεμβολίζω | να διεμβολίζω | διεμβολίζοντας | |
| β' ενικ. | διεμβολίζεις | διεμβόλιζες | θα διεμβολίζεις | να διεμβολίζεις | διεμβόλιζε | |
| γ' ενικ. | διεμβολίζει | διεμβόλιζε | θα διεμβολίζει | να διεμβολίζει | ||
| α' πληθ. | διεμβολίζουμε | διεμβολίζαμε | θα διεμβολίζουμε | να διεμβολίζουμε | ||
| β' πληθ. | διεμβολίζετε | διεμβολίζατε | θα διεμβολίζετε | να διεμβολίζετε | διεμβολίζετε | |
| γ' πληθ. | διεμβολίζουν(ε) | διεμβόλιζαν διεμβολίζαν(ε) |
θα διεμβολίζουν(ε) | να διεμβολίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διεμβόλισα | θα διεμβολίσω | να διεμβολίσω | διεμβολίσει | ||
| β' ενικ. | διεμβόλισες | θα διεμβολίσεις | να διεμβολίσεις | διεμβόλισε | ||
| γ' ενικ. | διεμβόλισε | θα διεμβολίσει | να διεμβολίσει | |||
| α' πληθ. | διεμβολίσαμε | θα διεμβολίσουμε | να διεμβολίσουμε | |||
| β' πληθ. | διεμβολίσατε | θα διεμβολίσετε | να διεμβολίσετε | διεμβολίστε | ||
| γ' πληθ. | διεμβόλισαν διεμβολίσαν(ε) |
θα διεμβολίσουν(ε) | να διεμβολίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διεμβολίσει | είχα διεμβολίσει | θα έχω διεμβολίσει | να έχω διεμβολίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διεμβολίσει | είχες διεμβολίσει | θα έχεις διεμβολίσει | να έχεις διεμβολίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διεμβολίσει | είχε διεμβολίσει | θα έχει διεμβολίσει | να έχει διεμβολίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διεμβολίσει | είχαμε διεμβολίσει | θα έχουμε διεμβολίσει | να έχουμε διεμβολίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διεμβολίσει | είχατε διεμβολίσει | θα έχετε διεμβολίσει | να έχετε διεμβολίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διεμβολίσει | είχαν διεμβολίσει | θα έχουν διεμβολίσει | να έχουν διεμβολίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διεμβολίζομαι | διεμβολιζόμουν(α) | θα διεμβολίζομαι | να διεμβολίζομαι | ||
| β' ενικ. | διεμβολίζεσαι | διεμβολιζόσουν(α) | θα διεμβολίζεσαι | να διεμβολίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | διεμβολίζεται | διεμβολιζόταν(ε) | θα διεμβολίζεται | να διεμβολίζεται | ||
| α' πληθ. | διεμβολιζόμαστε | διεμβολιζόμαστε διεμβολιζόμασταν |
θα διεμβολιζόμαστε | να διεμβολιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | διεμβολίζεστε | διεμβολιζόσαστε διεμβολιζόσασταν |
θα διεμβολίζεστε | να διεμβολίζεστε | (διεμβολίζεστε) | |
| γ' πληθ. | διεμβολίζονται | διεμβολίζονταν διεμβολιζόντουσαν |
θα διεμβολίζονται | να διεμβολίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διεμβολίστηκα | θα διεμβολιστώ | να διεμβολιστώ | διεμβολιστεί | ||
| β' ενικ. | διεμβολίστηκες | θα διεμβολιστείς | να διεμβολιστείς | διεμβολίσου | ||
| γ' ενικ. | διεμβολίστηκε | θα διεμβολιστεί | να διεμβολιστεί | |||
| α' πληθ. | διεμβολιστήκαμε | θα διεμβολιστούμε | να διεμβολιστούμε | |||
| β' πληθ. | διεμβολιστήκατε | θα διεμβολιστείτε | να διεμβολιστείτε | διεμβολιστείτε | ||
| γ' πληθ. | διεμβολίστηκαν διεμβολιστήκαν(ε) |
θα διεμβολιστούν(ε) | να διεμβολιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω διεμβολιστεί | είχα διεμβολιστεί | θα έχω διεμβολιστεί | να έχω διεμβολιστεί | διεμβολισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις διεμβολιστεί | είχες διεμβολιστεί | θα έχεις διεμβολιστεί | να έχεις διεμβολιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει διεμβολιστεί | είχε διεμβολιστεί | θα έχει διεμβολιστεί | να έχει διεμβολιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε διεμβολιστεί | είχαμε διεμβολιστεί | θα έχουμε διεμβολιστεί | να έχουμε διεμβολιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε διεμβολιστεί | είχατε διεμβολιστεί | θα έχετε διεμβολιστεί | να έχετε διεμβολιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν διεμβολιστεί | είχαν διεμβολιστεί | θα έχουν διεμβολιστεί | να έχουν διεμβολιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι διεμβολισμένος - είμαστε, είστε, είναι διεμβολισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν διεμβολισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν διεμβολισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι διεμβολισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι διεμβολισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι διεμβολισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι διεμβολισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
διεμβολίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.