διατεταμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διατεταμένος η διατεταμένη το διατεταμένο
      γενική του διατεταμένου της διατεταμένης του διατεταμένου
    αιτιατική τον διατεταμένο τη διατεταμένη το διατεταμένο
     κλητική διατεταμένε διατεταμένη διατεταμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διατεταμένοι οι διατεταμένες τα διατεταμένα
      γενική των διατεταμένων των διατεταμένων των διατεταμένων
    αιτιατική τους διατεταμένους τις διατεταμένες τα διατεταμένα
     κλητική διατεταμένοι διατεταμένες διατεταμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διατεταμένος < αρχαία ελληνική διατεταμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διατείνω < διά + τείνω

Επίθετο

διατεταμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.