διευρυμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διευρυμένος η διευρυμένη το διευρυμένο
      γενική του διευρυμένου της διευρυμένης του διευρυμένου
    αιτιατική τον διευρυμένο τη διευρυμένη το διευρυμένο
     κλητική διευρυμένε διευρυμένη διευρυμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διευρυμένοι οι διευρυμένες τα διευρυμένα
      γενική των διευρυμένων των διευρυμένων των διευρυμένων
    αιτιατική τους διευρυμένους τις διευρυμένες τα διευρυμένα
     κλητική διευρυμένοι διευρυμένες διευρυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διευρυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διευρύνω

Μετοχή

διευρυμένος, -η, -ο

  1. που έχει γίνει πιο ευρύς από ό,τι ήταν
    προχωρήσαμε με διευρυμένους ορίζοντες μετά από αυτήν την εμπειρία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.