διευρυμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διευρυμένος | η | διευρυμένη | το | διευρυμένο |
| γενική | του | διευρυμένου | της | διευρυμένης | του | διευρυμένου |
| αιτιατική | τον | διευρυμένο | τη | διευρυμένη | το | διευρυμένο |
| κλητική | διευρυμένε | διευρυμένη | διευρυμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διευρυμένοι | οι | διευρυμένες | τα | διευρυμένα |
| γενική | των | διευρυμένων | των | διευρυμένων | των | διευρυμένων |
| αιτιατική | τους | διευρυμένους | τις | διευρυμένες | τα | διευρυμένα |
| κλητική | διευρυμένοι | διευρυμένες | διευρυμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- διευρυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διευρύνω
Μετοχή
διευρυμένος, -η, -ο
- που έχει γίνει πιο ευρύς από ό,τι ήταν
- προχωρήσαμε με διευρυμένους ορίζοντες μετά από αυτήν την εμπειρία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.