διατείνω
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
διατείνω
<
αρχαία ελληνική
διατείνω
<
διά
+
τείνω
Ρήμα
διατείνω
(
παθητική φωνή
:
διατείνομαι
)
(
λόγιο
)
διαστέλλω
,
τεντώνω
,
διευρύνω
Συγγενικά
διατεταμένος
Μεταφράσεις
διατείνω
→
δείτε
τις
λέξεις
διαστέλλω
,
τεντώνω
και
διευρύνω
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.