διασκεδασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | διασκεδασμός | οι | διασκεδασμοί |
| γενική | του | διασκεδασμού | των | διασκεδασμών |
| αιτιατική | τον | διασκεδασμό | τους | διασκεδασμούς |
| κλητική | διασκεδασμέ | διασκεδασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διασκεδασμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διασκεδασμός < αρχαία ελληνική διασκεδάννυμι, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dispersion
Ουσιαστικό
διασκεδασμός αρσενικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη διασκεδάζω
Μεταφράσεις
διασκεδασμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.