διάθλαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διάθλαση | οι | διαθλάσεις |
| γενική | της | διάθλασης* | των | διαθλάσεων |
| αιτιατική | τη | διάθλαση | τις | διαθλάσεις |
| κλητική | διάθλαση | διαθλάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διαθλάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάθλαση < διαθλώ + -ση < (ελληνιστική κοινή) διαθλάω / διαθλῶ < αρχαία ελληνική θλάω / θλῶ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική refraction)
Ουσιαστικό
διάθλαση θηλυκό
- (φυσική) η αλλαγή διεύθυνσης φωτεινών ακτίνων (ή ενός ηχητικού ή ηλεκτρομαγνητικού κύματος) κατά τη μεταβίβασή τους από ενα διάφανο μέσο σε άλλο, διαφορετικής πυκνότητας
- το νερό μπορεί να προκαλέσει διάθλαση του φωτός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.