αναδιανέμω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- αναδιανομή
- → δείτε τις λέξεις ανά, διανέμω και νέμω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναδιανέμω | αναδιένεμα | θα αναδιανέμω | να αναδιανέμω | αναδιανέμοντας | |
| β' ενικ. | αναδιανέμεις | αναδιένεμες | θα αναδιανέμεις | να αναδιανέμεις | αναδιάνεμε | |
| γ' ενικ. | αναδιανέμει | αναδιένεμε | θα αναδιανέμει | να αναδιανέμει | ||
| α' πληθ. | αναδιανέμουμε | αναδιανέμαμε | θα αναδιανέμουμε | να αναδιανέμουμε | ||
| β' πληθ. | αναδιανέμετε | αναδιανέματε | θα αναδιανέμετε | να αναδιανέμετε | αναδιανέμετε | |
| γ' πληθ. | αναδιανέμουν(ε) | αναδιένεμαν αναδιανέμαν(ε) |
θα αναδιανέμουν(ε) | να αναδιανέμουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναδιένειμα | θα αναδιανείμω | να αναδιανείμω | αναδιανείμει | ||
| β' ενικ. | αναδιένειμες | θα αναδιανείμεις | να αναδιανείμεις | αναδιάνειμε | ||
| γ' ενικ. | αναδιένειμε | θα αναδιανείμει | να αναδιανείμει | |||
| α' πληθ. | αναδιανείμαμε | θα αναδιανείμουμε | να αναδιανείμουμε | |||
| β' πληθ. | αναδιανείματε | θα αναδιανείμετε | να αναδιανείμετε | αναδιανείμτε | ||
| γ' πληθ. | αναδιένειμαν αναδιανείμαν(ε) |
θα αναδιανείμουν(ε) | να αναδιανείμουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναδιανείμει | είχα αναδιανείμει | θα έχω αναδιανείμει | να έχω αναδιανείμει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναδιανείμει | είχες αναδιανείμει | θα έχεις αναδιανείμει | να έχεις αναδιανείμει | έχε αναδιανεμημένο | |
| γ' ενικ. | έχει αναδιανείμει | είχε αναδιανείμει | θα έχει αναδιανείμει | να έχει αναδιανείμει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναδιανείμει | είχαμε αναδιανείμει | θα έχουμε αναδιανείμει | να έχουμε αναδιανείμει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναδιανείμει | είχατε αναδιανείμει | θα έχετε αναδιανείμει | να έχετε αναδιανείμει | έχετε αναδιανεμημένο | |
| γ' πληθ. | έχουν αναδιανείμει | είχαν αναδιανείμει | θα έχουν αναδιανείμει | να έχουν αναδιανείμει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αναδιανεμημένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αναδιανεμημένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αναδιανεμημένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αναδιανεμημένο | |||||
Μεταφράσεις
αναδιανέμω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.