διάταξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διάταξῐς | αἱ | διατάξεις |
| γενική | τῆς | διατάξεως | τῶν | διατάξεων |
| δοτική | τῇ | διατάξει | ταῖς | διατάξεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | διάταξῐν | τὰς | διατάξεις |
| κλητική ὦ! | διάταξῐ | διατάξεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διατάξει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαταξέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
διάταξις, -εως θηλυκό
- διευθέτηση, τακτοποίηση
- (για στρατεύματα) παράταξη
- (ελληνιστική σημασία) διάταξη θεμάτων
- ≠ αντώνυμα: ἀντιδιάταξις
Πηγές
- διάταξις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάταξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.