unit

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
unit units

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈjuː.nɪt/
 

Ουσιαστικό

unit (en)

  1. μονάδα
  2. (τεχνολογία, πληροφορική) μονάδα[1]
    input - output units

Πολυλεκτικοί όροι

  • unit στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. από αναζήτηση «unit» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.