διάσκεψις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διάσκεψῐς | αἱ | διασκέψεις |
| γενική | τῆς | διασκέψεως | τῶν | διασκέψεων |
| δοτική | τῇ | διασκέψει | ταῖς | διασκέψεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | διάσκεψῐν | τὰς | διασκέψεις |
| κλητική ὦ! | διάσκεψῐ | διασκέψεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διασκέψει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διασκεψέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις σκέψις, διασκέπτομαι και σκέπτομαι
- (καθαρεύουσα) διάσκεψις: η διάσκεψη
Πηγές
- διάσκεψις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.