conférence
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| conférence | conférences |
conférence (fr) θηλυκό
- η συνάντηση δύο ή περισσότερων ανθρώπων με σκοπό να συζητήσουν ένα σοβαρό θέμα
- η (διπλωματική) σύνοδος
- η ομιλία, η διάλεξη, το μάθημα
- η πρες κόνφερανς
- η συνδιάσκεψη
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.