εισιτήριο διαρκείας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εισιτήριο διαρκείας | τα | εισιτήρια διαρκείας |
| γενική | του | εισιτηρίου ή εισιτήριου διαρκείας | των | εισιτηρίων διαρκείας |
| αιτιατική | το | εισιτήριο διαρκείας | τα | εισιτήρια διαρκείας |
| κλητική | εισιτήριο διαρκείας | εισιτήρια διαρκείας | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.siˈti.ɾi.o ði.aɾˈci.as/
Πολυλεκτικός όρος
εισιτήριο διαρκείας ουδέτερο
- εισιτήριο το οποίο επιτρέπει στον κάτοχο του απεριόριστες εισόδους σε χώρο, όπως γήπεδα ή μετακινήσεις με μέσα μεταφοράς
- ※ Από τη Παρασκευή (07/07) μέχρι και τις 21 Ιουλίου όπως γνωστοποίησε η ΠΑΕ ΑΕΚ θα είναι στη διάθεση του κοινού της τα εισιτήρια διαρκείας για τη νέα σεζόν, καθώς ξεκινάει η τρίτη περίοδος πώλησης.
- Αρχίζει η τρίτη περίοδος διάθεσης των εισιτήριων διαρκείας για την ΑΕΚ (6 Ιουλίου 2023), ertsports.gr
- ※ Από τη Παρασκευή (07/07) μέχρι και τις 21 Ιουλίου όπως γνωστοποίησε η ΠΑΕ ΑΕΚ θα είναι στη διάθεση του κοινού της τα εισιτήρια διαρκείας για τη νέα σεζόν, καθώς ξεκινάει η τρίτη περίοδος πώλησης.
Μεταφράσεις
εισιτήριο διαρκείας
|
Πηγές
- εισιτήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.