εισιτήριο διαρκείας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εισιτήριο διαρκείας τα εισιτήρια διαρκείας
      γενική του εισιτηρίου ή εισιτήριου διαρκείας των εισιτηρίων διαρκείας
    αιτιατική το εισιτήριο διαρκείας τα εισιτήρια διαρκείας
     κλητική εισιτήριο διαρκείας εισιτήρια διαρκείας
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εισιτήριο διαρκείας <  δείτε τις λέξεις εισιτήριο και διάρκεια

Προφορά

ΔΦΑ : /i.siˈti.ɾi.o ði.aɾˈci.as/

Πολυλεκτικός όρος

εισιτήριο διαρκείας ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • εισιτήριο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.