δεκαπενθήμερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δεκαπενθήμερος | η | δεκαπενθήμερη | το | δεκαπενθήμερο |
| γενική | του | δεκαπενθήμερου | της | δεκαπενθήμερης | του | δεκαπενθήμερου |
| αιτιατική | τον | δεκαπενθήμερο | τη | δεκαπενθήμερη | το | δεκαπενθήμερο |
| κλητική | δεκαπενθήμερε | δεκαπενθήμερη | δεκαπενθήμερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δεκαπενθήμεροι | οι | δεκαπενθήμερες | τα | δεκαπενθήμερα |
| γενική | των | δεκαπενθήμερων | των | δεκαπενθήμερων | των | δεκαπενθήμερων |
| αιτιατική | τους | δεκαπενθήμερους | τις | δεκαπενθήμερες | τα | δεκαπενθήμερα |
| κλητική | δεκαπενθήμεροι | δεκαπενθήμερες | δεκαπενθήμερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δεκαπενθήμερος < δεκαπέντε > δεκα-πενθ- [t > θ] κατά το πενθήμερος [1] + -ήμερος (ημέρα) Δείτε και το δεκαπενθήμερος (θηλυκό, ελληνιστική κοινή)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ðe.ka.penˈθi.me.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐κα‐πεν‐θή‐με‐ρος
Επίθετο
δεκαπενθήμερος, -η, -ο
Μεταφράσεις
δεκαπενθήμερος
|
Αναφορές
- δεκαπενθήμερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | δεκαπενθήμερος | αἱ | δεκαπενθήμεροι | ||||
| γενική | τῆς | δεκαπενθημέρου | τῶν | δεκαπενθημέρων | ||||
| δοτική | τῇ | δεκαπενθημέρῳ | ταῖς | δεκαπενθημέροις | ||||
| αιτιατική | τὴν | δεκαπενθήμερον | τὰς | δεκαπενθημέρους | ||||
| κλητική ὦ! | δεκαπενθήμερε | δεκαπενθήμεροι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δεκαπενθημέρω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | δεκαπενθημέροιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «κάμινος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- δεκαπενθήμερος, (ελληνιστική κοινή), στους παπύρους του Καΐρου Zenon Papyri < δεκαπέντε > δεκα- + πενθ- + -ήμερος (αρχαία ελληνική ἡμέρα)
Πηγές
- δεκαπενθήμερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
PCair.Zen. στο DGE
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.