δεκαπέντε
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δεκαπέντε < (ελληνιστική κοινή)
Αριθμητικό
δεκαπέντε
- απόλυτο αριθμητικό (15)· έπεται του δεκατέσσερα (14) και προηγείται του δεκαέξι (16)· με τα σύμβολα του ελληνικού αλφαβήτου γράφεται ιε΄ και στο λατινικό σύστημα αρίθμησης XV
Παράγωγα
| αριθμητικά | |
| απόλυτο: | δεκαπέντε |
| ψηφίο: | δεκαπεντάρι |
| τακτικό: | δέκατος πέμπτος |
| πολλαπλασιαστικό: | δεκαπενταπλός |
| αναλογικό: | δεκαπενταπλάσιος |
| περιληπτικό: | δεκαπεντάδα, δεκαπενταριά |
| επίρρημα: | δεκαπεντάκις |
| πρόθημα: | δεκαπεντα- |
| χρονικά | |
| λεπτά: | δεκαπεντάλεπτο |
| ώρες: | δεκαπεντάωρο |
| ημέρες: | δεκαπενταήμερο, δεκαπενθήμερο |
| μήνες: | δεκαπεντάμηνο |
| έτη: | δεκαπενταετία |
| διάρκεια: | δεκαπενταετής, δεκαπενταετές - δεκαπεντάχρονος, δεκαπεντάχρονη, δεκαπεντάχρονο |
Ουσιαστικό
- ουδέτερο: σχολικός βαθμός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
- ουδέτερο: οτιδήποτε (πχ δωμάτιο, λεωφορείο) έχει ως χαρακτηριστικό αριθμό το 15
- ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ηλικία
- στα δεκαπέντε του πήρε μέρος στους πανελλήνιους αγώνες
- θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό: για να δηλωθεί ημερομηνία
- στις δεκαπέντε του μηνός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.