ογδοηκονταετής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ογδοηκονταετής η ογδοηκονταετής το ογδοηκονταετές
      γενική του ογδοηκονταετούς* της ογδοηκονταετούς του ογδοηκονταετούς
    αιτιατική τον ογδοηκονταετή την ογδοηκονταετή το ογδοηκονταετές
     κλητική ογδοηκονταετή(ς) ογδοηκονταετής ογδοηκονταετές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ογδοηκονταετείς οι ογδοηκονταετείς τα ογδοηκονταετή
      γενική των ογδοηκονταετών των ογδοηκονταετών των ογδοηκονταετών
    αιτιατική τους ογδοηκονταετείς τις ογδοηκονταετείς τα ογδοηκονταετή
     κλητική ογδοηκονταετείς ογδοηκονταετείς ογδοηκονταετή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ογδοηκονταετής < ογδοήκοντα + -ετής

Επίθετο

ογδοηκονταετής, -ής, -ές

Συνώνυμα

Συγγενικά

δεκαετής εικοσαετής τριανταετής / τριακονταετής σαρανταετής / τεσσαρακονταετής πενηνταετής / πεντηκονταετής εξηνταετής / εξηκονταετής εβδομηνταετής / εβδομηκονταετής ογδονταετής / ογδοηκονταετής εννενηνταετής / ενενηκονταετής εκατονταετής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.