δίτροχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δίτροχος η δίτροχη το δίτροχο
      γενική του δίτροχου της δίτροχης του δίτροχου
    αιτιατική τον δίτροχο τη δίτροχη το δίτροχο
     κλητική δίτροχε δίτροχη δίτροχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δίτροχοι οι δίτροχες τα δίτροχα
      γενική των δίτροχων των δίτροχων των δίτροχων
    αιτιατική τους δίτροχους τις δίτροχες τα δίτροχα
     κλητική δίτροχοι δίτροχες δίτροχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δίτροχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίτροχος[1] < (δίς) δί- + αρχαία ελληνική τροχός < τρέχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰregʰ-

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈði.tɾo.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δίτροχος

Επίθετο

δίτροχος, -η, -ο

  1. που έχει δύο τροχούς, που κινείται σε δύο τροχούς
  2. (ουσιαστικοποιημένο)  δείτε τη λέξη δίτροχο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δίτροχος τὸ δίτροχον
      γενική τοῦ/τῆς διτρόχου τοῦ διτρόχου
      δοτική τῷ/τῇ διτρόχ τῷ διτρόχ
    αιτιατική τὸν/τὴν δίτροχον τὸ δίτροχον
     κλητική ! δίτροχε δίτροχον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δίτροχοι τὰ δίτροχ
      γενική τῶν διτρόχων τῶν διτρόχων
      δοτική τοῖς/ταῖς διτρόχοις τοῖς διτρόχοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς διτρόχους τὰ δίτροχ
     κλητική ! δίτροχοι δίτροχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διτρόχω τὼ διτρόχω
      γεν-δοτ τοῖν διτρόχοιν τοῖν διτρόχοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δίτροχος (ελληνιστική κοινή) < (δίς) δί- + αρχαία ελληνική τροχός < τρέχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰregʰ-

Επίθετο

δίτροχος, -ος, -ον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.