δίτροχο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δίτροχο | τα | δίτροχα |
| γενική | του | δίτροχου | των | δίτροχων |
| αιτιατική | το | δίτροχο | τα | δίτροχα |
| κλητική | δίτροχο | δίτροχα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δίτροχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίτροχος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.tɾo.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐τρο‐χο
Επίθετο
δίτροχο, -η, -ο
Μεταφράσεις
δίτροχο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.