δίγλωσσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | δίγλωσσος | η | δίγλωσση | το | δίγλωσσο |
| γενική | του | δίγλωσσου | της | δίγλωσσης | του | δίγλωσσου |
| αιτιατική | τον | δίγλωσσο | τη | δίγλωσση | το | δίγλωσσο |
| κλητική | δίγλωσσε | δίγλωσση | δίγλωσσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | δίγλωσσοι | οι | δίγλωσσες | τα | δίγλωσσα |
| γενική | των | δίγλωσσων | των | δίγλωσσων | των | δίγλωσσων |
| αιτιατική | τους | δίγλωσσους | τις | δίγλωσσες | τα | δίγλωσσα |
| κλητική | δίγλωσσοι | δίγλωσσες | δίγλωσσα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- δίγλωσσος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δίγλωσσος. Μορφολογικά αναλύεται σε δί-((< {{λ|δίς|grc) + -γλωσσος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði.ɣlo.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δί‐γλωσ‐σος
Επίθετο
δίγλωσσος, -η, -ο
- που μεταχειρίζεται δύο μητρικές γλώσσες
- που έχει γραφτεί σε δύο γλώσσες
- (κακόσημο) που διατυπώνει διαφορετικές απόψεις ανάλογα με την περίσταση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
δίγλωσσος
|
Πηγές
- δίγλωσσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | δίγλωσσος | τὸ | δίγλωσσον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | διγλώσσου | τοῦ | διγλώσσου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | διγλώσσῳ | τῷ | διγλώσσῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | δίγλωσσον | τὸ | δίγλωσσον | ||
| κλητική ὦ! | δίγλωσσε | δίγλωσσον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | δίγλωσσοι | τὰ | δίγλωσσᾰ | ||
| γενική | τῶν | διγλώσσων | τῶν | διγλώσσων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | διγλώσσοις | τοῖς | διγλώσσοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | διγλώσσους | τὰ | δίγλωσσᾰ | ||
| κλητική ὦ! | δίγλωσσοι | δίγλωσσᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διγλώσσω | τὼ | διγλώσσω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διγλώσσοιν | τοῖν | διγλώσσοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- δίγλωσσος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δίγλωσσος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.