διγλωσσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διγλωσσία οι διγλωσσίες
      γενική της διγλωσσίας των διγλωσσιών
    αιτιατική τη διγλωσσία τις διγλωσσίες
     κλητική διγλωσσία διγλωσσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διγλωσσία < (δις) δι- + -γλωσσία

Προφορά

ΔΦΑ : /ði.ɣloˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διγλωσσία

Ουσιαστικό

διγλωσσία θηλυκό

  1. η χρήση από ένα άτομο, μία γεωγραφική ζώνη, κλπ. δύο γλωσσών
  2. η κατάσταση ενός κράτους που έχει δύο επίσημες γλώσσες
  3. (μεταφορικά) η υποκριτική χρήση, από ένα άτομο, έναν οργανισμό, κλπ., δύο απόψεων, ανάλογα με το συμφέρον του

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.