δίγλωσσο

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

δίγλωσσο

  1. αιτιατική ενικού του δίγλωσσος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δίγλωσσος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.