μονόγλωσσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μονόγλωσσος | η | μονόγλωσση | το | μονόγλωσσο |
| γενική | του | μονόγλωσσου | της | μονόγλωσσης | του | μονόγλωσσου |
| αιτιατική | τον | μονόγλωσσο | τη | μονόγλωσση | το | μονόγλωσσο |
| κλητική | μονόγλωσσε | μονόγλωσση | μονόγλωσσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μονόγλωσσοι | οι | μονόγλωσσες | τα | μονόγλωσσα |
| γενική | των | μονόγλωσσων | των | μονόγλωσσων | των | μονόγλωσσων |
| αιτιατική | τους | μονόγλωσσους | τις | μονόγλωσσες | τα | μονόγλωσσα |
| κλητική | μονόγλωσσοι | μονόγλωσσες | μονόγλωσσα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μονόγλωσσος < μονο- + -γλωσσος
Επίθετο
μονόγλωσσος, -η, -ο
- που είναι γραμμένο σε μία γλώσσα
- αυτό το λεξικό είναι μονόγλωσσο
- άτομο που ομιλεί μόνο μία γλώσσα
- μονόγλωσσα παιδιά
Συγγενικά
- μονογλωσσία
Μεταφράσεις
μονόγλωσσος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.