γαιο-
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γαιο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαιο- < γαῖ(α) + -ο-
Πρόθημα
γαιο-, γαιό- & γαι- πριν από φωνήεν
Σύνθετα
- γαιο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γαιο- στο Βικιλεξικό
- γαιό- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γαιό- στο Βικιλεξικό
- γαι- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα γαι- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
γαιο-
|
|
Πηγές
- γαιο- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πρόθημα
γαιο-
Σύνθετα
- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα γαιο- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις γαιο- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.