γεωμόρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ουσιαστικό
γεωμόρος αρσενικό
- κτηματίας, που έχει μερίδιο στη γη. Στις αρχαίες αποικίες της Σπάρτης στη Σικελία οι πλούσιοι πολίτες (γημόροι και γαμόροι και γάμοροι), στην αρχαία Αθήνα τάξη κτηματιών είτε με μικρή είτε με μεγάλη ιδιοκτησία (σε αντιδιαστολή προς τους ευπατρίδες και τους δημιουργούς)
- (ελληνιστική κοινή) ο γεωργός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γεωμορέω
Πηγές
- γεωμόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.