μολών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | μολών | ἡ | μολοῦσᾰ | τὸ | μολόν |
| γενική | τοῦ | μολόντος | τῆς | μολούσης | τοῦ | μολόντος |
| δοτική | τῷ | μολόντῐ | τῇ | μολούσῃ | τῷ | μολόντῐ |
| αιτιατική | τὸν | μολόντᾰ | τὴν | μολούσᾰν | τὸ | μολόν |
| κλητική ὦ! | μολών | μολοῦσᾰ | μολόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | μολόντες | αἱ | μολοῦσαι | τὰ | μολόντᾰ |
| γενική | τῶν | μολόντων | τῶν | μολουσῶν | τῶν | μολόντων |
| δοτική | τοῖς | μολοῦσῐ(ν) | ταῖς | μολούσαις | τοῖς | μολοῦσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | μολόντᾰς | τὰς | μολούσᾱς | τὰ | μολόντᾰ |
| κλητική ὦ! | μολόντες | μολοῦσαι | μολόντᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μολόντε | τὼ | μολούσᾱ | τὼ | μολόντε |
| γεν-δοτ | τοῖν | μολόντοιν | τοῖν | μολούσαιν | τοῖν | μολόντοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'φυγών' όπως «φυγών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
μολών
- μετοχή ενεργητικού αορίστου (ἔμολον) του ρήματος βλώσκω: ερχόμενος
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1
- ὅς γ᾽ ἐξέλυσας ἄστυ Καδμεῖον μολὼν | σκληρᾶς ἀοιδοῦ δασμὸν ὃν παρείχομεν
- Ήρθες στην πολιτεία του Κάδμου | κι απ᾽ το δασμό που πλήρωνε | στην ανελέητη τη μελωδούσα | χρησμωδό, τη λύτρωσες.
- Μετάφραση (2000): Κ. Χ. Μύρης, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1297 (1295-1297)
- ἀνθ᾽ ὧν μ᾽ Ἐτεοκλῆς, ὢν φύσει νεώτερος, | γῆς ἐξέωσεν, οὔτε νικήσας λόγῳ | οὔτ᾽ εἰς ἔλεγχον χειρὸς οὐδ᾽ ἔργου μολών,
- Αλλ᾽ αντ᾽ αυτού, ο Ετεοκλής, νεότερος και δευτερότοκος, | με πέταξε έξω από τη χώρα, χωρίς επιχειρήματα, | ούτε επειδή αποδείχτηκε στη μεταξύ μας σύγκρουση πιο δυνατός,
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1
Εκφράσεις
Πηγές
- μολών, εργαλείο ΜΟΡΦΩ, Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- μολών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.