ξηρά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ξηρά | ||
| γενική | της | ξηράς | ||
| αιτιατική | την | ξηρά | ||
| κλητική | ξηρά | |||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία 1
- ξηρά < λόγιο ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ξηρός
Μεταφράσεις
ξηρά
|
Μεταφράσεις
ξηρά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ξηρά
- (λόγιο) θηλυκό του ξηρός στην ονομαστική και κλητική του ενικού
- ↪ ξηρά τροφή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξηρό, ουδέτερο του ξηρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.