γαία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαία οι γαίες
      γενική της γαίας των γαιών
    αιτιατική τη γαία τις γαίες
     κλητική γαία γαίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γαῖα[1]

Ουσιαστικό

γαία θηλυκό

Σύνθετα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.