γύφτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γύφτος οι γύφτοι
      γενική του γύφτου των γύφτων
    αιτιατική τον γύφτο τους γύφτους
     κλητική γύφτο
& γύφτε
γύφτοι
Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γύφτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Γύφτος < αρχαία ελληνική Aἰγύπτιος < Αἴγυπτος < αρχαία αιγυπτιακή ḥwt kꜣ ptḥ
Hwtt
O1
kA
Z1
p
t
HA40

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝi.ftos/

Ουσιαστικό

γύφτος αρσενικό (θηλυκό: γύφτισσα)

  1. (μειωτικό) ο τσιγγάνος
  2. (λογοτεχνικό)
      Γύφτισσα τονε βύζαξε, για τούτο έχει φτερά. / Σέρβικο τραγούδι (Κωστής Παλαμάς, Ο δωδεκάλογος του γύφτου, Λόγος Α' Ο ερχομός (υπότιτλος) @greek-language.gr)
  3. (μεταφορικά) άτομο που ζει σε χώρο ακατάστατο και βρόμικο
  4. (μεταφορικά) πολύ μελαψός άνθρωπος
  5. (ιδιωματισμός, παρωχημένο) ο σιδεράς
      Όλους αυτούς τους έστρωσε λίγο-πολύ, όσο μπορεί να ισιώσει ο γύφτος ένα σίδερο στραβό χτυπώντας το στο αμόνι (Σωτήρης Πατατζής Κάιζερ! Κάιζερ! [διήγημα])
  6. (ιδιωματισμός, παρωχημένο) οργανοπαίχτης

Συνώνυμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Παροιμίες

  • βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του
  • βρήκε ο γύφτος βούτυρο άρχισε να αλείφει και τον κώλο του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.