γύφτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γύφτος | οι | γύφτοι |
| γενική | του | γύφτου | των | γύφτων |
| αιτιατική | τον | γύφτο | τους | γύφτους |
| κλητική | γύφτο & γύφτε |
γύφτοι | ||
| Κατηγορία όπως «καμαρότος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γύφτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Γύφτος < αρχαία ελληνική Aἰγύπτιος < Αἴγυπτος < αρχαία αιγυπτιακή ḥwt kꜣ ptḥ
![O6 [Hwt] Hwt](../I/hiero_O6.png.webp)
![X1 [t] t](../I/hiero_X1.png.webp)

![D28 [kA] kA](../I/hiero_D28.png.webp)

![Q3 [p] p](../I/hiero_Q3.png.webp)
![X1 [t] t](../I/hiero_X1.png.webp)
![V28 [H] H](../I/hiero_V28.png.webp)

Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈʝi.ftos/
Ουσιαστικό
γύφτος αρσενικό (θηλυκό: γύφτισσα)
- (μειωτικό) ο τσιγγάνος
- (λογοτεχνικό)
- ※ Γύφτισσα τονε βύζαξε, για τούτο έχει φτερά. / Σέρβικο τραγούδι (Κωστής Παλαμάς, Ο δωδεκάλογος του γύφτου, Λόγος Α' Ο ερχομός (υπότιτλος) @greek-language.gr)
- (μεταφορικά) άτομο που ζει σε χώρο ακατάστατο και βρόμικο
- (μεταφορικά) πολύ μελαψός άνθρωπος
- (ιδιωματισμός, παρωχημένο) ο σιδεράς
- ※ Όλους αυτούς τους έστρωσε λίγο-πολύ, όσο μπορεί να ισιώσει ο γύφτος ένα σίδερο στραβό χτυπώντας το στο αμόνι (Σωτήρης Πατατζής Κάιζερ! Κάιζερ! [διήγημα])
- (ιδιωματισμός, παρωχημένο) οργανοπαίχτης
Σύνθετα
- αρκουδόγυφτος
- γυφτο- / γυφτό-
- γυφτοπούλα
- γυφτόπουλο
- τουρκόγυφτος
Παροιμίες
- βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του
- βρήκε ο γύφτος βούτυρο άρχισε να αλείφει και τον κώλο του
-
γύφτος στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.