σιδεράς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σιδεράς οι σιδεράδες
      γενική του σιδερά των σιδεράδων
    αιτιατική τον σιδερά τους σιδεράδες
     κλητική σιδερά σιδεράδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιδεράς < σίδερ(ο) + -άς

Ουσιαστικό

σιδεράς αρσενικό

  • (επάγγελμα) ο τεχνίτης που κατεργάζεται τον σίδηρο

Συνώνυμα

επώνυμα:

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.