γυφταριό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γυφταριό τα γυφταριά
      γενική του γυφταριού των γυφταριών
    αιτιατική το γυφταριό τα γυφταριά
     κλητική γυφταριό γυφταριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυφταριό < γύφτ(ος) + -αριό

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝi.ftaɾˈʝo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυφταριό

Ουσιαστικό

γυφταριό ουδέτερο

  1. (περιληπτικό, μειωτικό) σύνολο γύφτων
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) σπίτι ακατάστατο και βρόμικο
     συνώνυμα: αχούρι, τσαντίρι

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.