γύφτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γύφτισσα | οι | γύφτισσες |
| γενική | της | γύφτισσας | των | γυφτισσών |
| αιτιατική | τη | γύφτισσα | τις | γύφτισσες |
| κλητική | γύφτισσα | γύφτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
γύφτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.