Αἴγυπτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| αρσενικό ή θηλυκό | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ ἡ |
Αἴγυπτος | ||||||
| γενική | τοῦ τῆς |
Αἰγύπτου | ||||||
| δοτική | τῷ τῇ |
Αἰγύπτῳ | ||||||
| αιτιατική | τὸν τὴν |
Αἴγυπτον | ||||||
| κλητική ὦ! | Αἴγυπτε | |||||||
| Για τον ποταμό, αρσενικό. Για τη χώρα, θηλυκό. | ||||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «Αἴγυπτος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Αἴγυπτος, ήδη μυκηναϊκή 𐁁𐀓𐀠𐀴𐀍 (ai-ku-pi-ti-jo, Αιγύπτιος) < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή ḥwt-kꜣ-ptḥ (ḥwt-kꜣ-ptḥ, Hwt-ka-Ptah)
(ο οίκος της ψυχής του Πτα, ένας ναός στη Μέμφιδα) [1]![O6 [Hwt] Hwt](../I/hiero_O6.png.webp)
![X1 [t] t](../I/hiero_X1.png.webp)

![D28 [kA] kA](../I/hiero_D28.png.webp)

![Q3 [p] p](../I/hiero_Q3.png.webp)
![X1 [t] t](../I/hiero_X1.png.webp)
![V28 [H] H](../I/hiero_V28.png.webp)

Κύριο όνομα
Αἴγυπτος
Συγγενικά
- αἰγυπτάριον
- Αἰγύπτειος
- αἰγύπτης
- Αἰγυπτιακός
- Αἰγυπτιασμός
- Αἰγυπτιάζω
- Αἰγύπτιος
- Αἰγυπτιόω
- Αἰγυπτιστί
- Αἰγυπτιώδης
- Αἰγυπτογενής
- Αἴγυπτόνδε
- φοινικαιγύπτιος
- Συραιγύπτιος
Απόγονοι
Αἴγυπτος (αρχαία ελληνικά)
- ⇒ νέα ελληνικά: Αίγυπτος
- ↷ λατινικά: Aegyptus
- → ιταλικά: Egitto
- → παλαιά γαλλικά
- ↷ ρωσικά: Египет (Jegipet)
→ και δείτε Αἴγυπτος#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό
Αναφορές
- η μυκηναϊκή 𐁁𐀓𐀠𐀴𐀍 ai-ku-pi-ti-jo στο αγγλικό Βικιλεξικό
Πηγές
- Αἴγυπτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Αἴγυπτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.