Αἴγυπτος

Αρχαία ελληνικά (grc)

αρσενικό ή θηλυκό
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική
Αἴγυπτος
      γενική τοῦ
τῆς
Αἰγύπτου
      δοτική τῷ
τῇ
Αἰγύπτ
    αιτιατική τὸν
τὴν
Αἴγυπτον
     κλητική ! Αἴγυπτε
Για τον ποταμό, αρσενικό. Για τη χώρα, θηλυκό.
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «Αἴγυπτος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αἴγυπτος, ήδη μυκηναϊκή 𐁁𐀓𐀠𐀴𐀍 (ai-ku-pi-ti-jo, Αιγύπτιος) < (άμεσο δάνειο) αρχαία αιγυπτιακή ḥwt-kꜣ-ptḥ (ḥwt-kꜣ-ptḥ, Hwt-ka-Ptah)
Hwtt
O1
kA
Z1
p
t
HA40
(ο οίκος της ψυχής του Πτα, ένας ναός στη Μέμφιδα) [1]

Κύριο όνομα

Αἴγυπτος

  1. αρσενικό
    1. ποταμός της Αιγύπτου ο ποταμός Νείλος
        8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 4 (δ. Τὰ ἐν Λακεδαίμονι.), στίχ. 477
    2. ανδρικό όνομα: βασιλιάς της Αιγύπτου
  2. θηλυκό (χώρα) η Αίγυπτος

Συγγενικά

  • αἰγυπτάριον
  • Αἰγύπτειος
  • αἰγύπτης
  • Αἰγυπτιακός
  • Αἰγυπτιασμός
  • Αἰγυπτιάζω
  • Αἰγύπτιος
  • Αἰγυπτιόω
  • Αἰγυπτιστί
  • Αἰγυπτιώδης
  • Αἰγυπτογενής
  • Αἴγυπτόνδε
  • φοινικαιγύπτιος
  • Συραιγύπτιος

Απόγονοι

Αἴγυπτος (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: Αίγυπτος
λατινικά: Aegyptus
ιταλικά: Egitto
παλαιά γαλλικά
μέση γαλλική
γαλλικά: Égypte
αγγλικά: Egypt
ρωσικά: Египет (Jegipet)

 και δείτε  Αἴγυπτος#Descendants στο αγγλικό Βικιλεξικό

Αναφορές

  1. η μυκηναϊκή 𐁁𐀓𐀠𐀴𐀍 ai-ku-pi-ti-jo στο αγγλικό Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.