Ρομ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ρομ < αγγλική Rom < (τσιγγάνικη λέξη) rom (νυμφευμένος άνδρας, σύζυγος) < σανσκριτική डोम (doma, =μέλος κατώτατης ινδικής κάστας ή περιπλανώμενος μουσικός και χορευτής)
Συνώνυμα
- αθίγγανος
- ατσίγγανος
- γύφτος
- κατσίβελος
- Μελελέ
- Σίντι
- τσιγγάνος
-
Ρομ στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.