τουρκόγυφτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τουρκόγυφτος | οι | τουρκόγυφτοι |
| γενική | του | τουρκόγυφτου | των | τουρκόγυφτων |
| αιτιατική | τον | τουρκόγυφτο | τους | τουρκόγυφτους |
| κλητική | τουρκόγυφτε | τουρκόγυφτοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
τουρκόγυφτος αρσενικό (θηλυκό τουρκογύφτισσα)
- ο Ρομά τουρκικής καταγωγής
- (μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος κακός, βρόμικος
Μεταφράσεις
τουρκόγυφτος
|
|
Πηγές
- τουρκόγυφτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- στο λεξικό της κοινής νεοελληνικής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.