γυφτιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γυφτιά οι γυφτιές
      γενική της γυφτιάς των γυφτιών
    αιτιατική τη γυφτιά τις γυφτιές
     κλητική γυφτιά γυφτιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γυφτιά < γύφτος + -ιά

Ουσιαστικό

γυφτιά θηλυκό

  1. η απουσία αξιοπρέπειας και η μικροπρεπής πράξη
  2. (μεταφορικά) μικρότητα, ανηθικότητα για ασήμαντη αιτία / όφελος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.