γόνατο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γόνατο τα γόνατα
      γενική του γονάτου
& γόνατου
των γονάτων
    αιτιατική το γόνατο τα γόνατα
     κλητική γόνατο γόνατα
Λόγια γενική ενικού και του γόνατος
από το αρχαίο γόνυ
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γόνατο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γόνατον < γόνατα (πληθυντικός του γόνυ) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣo.na.to/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γόνατο

Ουσιαστικό

γόνατο ουδέτερο

  1. (ανθρώπινο σώμα) η άρθρωση μεταξύ του μηρού και της κνήμης
  2. (βοτανική) το σημείο απ' όπου εκφύονται φύλλα ή βλαστοί [2]

Εκφράσεις

  • μου λύθηκαν τα γόνατα
  • πέφτω στα γόνατα
  • στο γόνατο

Συγγενικά

θέμα με γονατ-

θέμα με γονυ-

  •  δείτε τη λέξη γόνυ

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. γόνατο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. γόνατο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.