γονάτισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γονάτισμα τα γονατίσματα
      γενική του γονατίσματος των γονατισμάτων
    αιτιατική το γονάτισμα τα γονατίσματα
     κλητική γονάτισμα γονατίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γονάτισμα < γονατίζω

Ουσιαστικό

γονάτισμα ουδέτερο

  1. το λύγισμα των γονάτων και η στήριξη σε αυτά
     συνώνυμα: γονυκλισία
  2. (μεταφορικά) η σωματική κόπωση, η εξάντληση, η φυσική κατάπτωση του σώματος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.