γονάτισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γονάτισμα | τα | γονατίσματα |
| γενική | του | γονατίσματος | των | γονατισμάτων |
| αιτιατική | το | γονάτισμα | τα | γονατίσματα |
| κλητική | γονάτισμα | γονατίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γονάτισμα < γονατίζω
Ουσιαστικό
γονάτισμα ουδέτερο
- το λύγισμα των γονάτων και η στήριξη σε αυτά
- (μεταφορικά) η σωματική κόπωση, η εξάντληση, η φυσική κατάπτωση του σώματος
Συγγενικά
- γόνα
- γονατίζω
- γονατιστήρι
- γονατιστά
- γονατιστός
- γόνατο
- γονάτιο
- γονατιά
Μεταφράσεις
γονάτισμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.