μεσογονάτιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μεσογονάτιο | τα | μεσογονάτια |
| γενική | του | μεσογονατίου & μεσογονάτιου |
των | μεσογονατίων |
| αιτιατική | το | μεσογονάτιο | τα | μεσογονάτια |
| κλητική | μεσογονάτιο | μεσογονάτια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεσογονάτιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεσογονάτιον (απόσταση ανάμεσα στα γόνατα)[1] < αρχαία ελληνική μέσος (μεσο-) + ελληνιστική κοινή γόνατον < αρχαία ελληνική γόνυ
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.so.ɣoˈna.ti.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σο‐γο‐νά‐τι‐ο
Υπερώνυμα
Συγγενικά
- μεσογονάτιος (επίθετο) [2]
Μεταφράσεις
μεσογονάτιο
|
|
Αναφορές
- μεσογονάτιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μεσογονάτιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.