γόνυ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γόνυ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γόνυ

Ουσιαστικό

γόνυ ουδέτερο (στην ονομαστική και αιτιατική)

Σημειώσεις

  • Χρησιμοποιείται συχνότερα η γενική ενικού γόνατος, ιδίως σε ιατρικά κείμενα.

Συγγενικά



Αρχαία ελληνικά (grc)

ουσιαστικά μεταπλαστά
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γόνῠ τὰ γόνᾰτ
      γενική τοῦ γόνᾰτος τῶν γονᾰ́των
      δοτική τῷ γόνᾰτ τοῖς γόνᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ γόνῠ τὰ γόνᾰτ
     κλητική ! γόνῠ γόνᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γόνᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  γονᾰ́τοιν
ανώμαλη κλίση, Κατηγορία 'δόρυ' όπως «δόρυ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γόνυ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵónu. Συγγενή: σανσκριτική जानु (jānu), λατινική genu, παλαιά αρμενική ծունկ (cunk), γοτθική 𐌺𐌽𐌹𐌿 (kniu), αγγλοσαξονική cnēo (> αγγλική knee)

Ουσιαστικό

γόνυ ουδέτερο

Σημειώσεις

  • ιωνικοί τύποι: γενική ενικού: γούνατος, δοτική πληθυντικού: γούνασι/γούνασσι
  • ποιητικοί τύποι: γενική ενικού: γουνός, δοτική ενικού: γουνί, ονομαστική-αιτιατική-κλητική πληθυντικού: γοῦνα, γενική πληθυντικού: γούνων
  • αιολικοί τύποι: ονομαστική-αιτιατική-κλητική πληθυντικού: γόνα, γενική πληθυντικού: γόνων

Εκφράσεις

  • ἐς γόνυ βάλλω: ταπεινώνω, κάνω κάποιον να με παρακαλάει γονατιστός (σήμερα), τότε όμως αυτός που παρακαλουσε αγκάλιαζε ή άγγιζε τα γόνατα του ισχυρότερου, οπότε η φράση ίσως σήμαινε θα τον κάνω να αγκαλιάσει τα γόνατά μου, να με ικετεύει και η βραύτητα δεν έπεφτε στα γόνατα του ικέτη αλλά στα γίνατα του κυρίαρχου
  • θεῶν ἐν γούνασι κεῖται: εξαρτάται από τη θέληση των θεών
  • γόνατα τίθημι: γονατίζω

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.