γονατισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γονατισμένος | η | γονατισμένη | το | γονατισμένο |
| γενική | του | γονατισμένου | της | γονατισμένης | του | γονατισμένου |
| αιτιατική | τον | γονατισμένο | τη | γονατισμένη | το | γονατισμένο |
| κλητική | γονατισμένε | γονατισμένη | γονατισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γονατισμένοι | οι | γονατισμένες | τα | γονατισμένα |
| γενική | των | γονατισμένων | των | γονατισμένων | των | γονατισμένων |
| αιτιατική | τους | γονατισμένους | τις | γονατισμένες | τα | γονατισμένα |
| κλητική | γονατισμένοι | γονατισμένες | γονατισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
γονατισμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γονατίζω
- (κυριολεκτικά) → δείτε το επίθετο γονατιστός
- (μεταφορικά) τσακισμένος
- ↪ γονατισμένος από τα βάσανα
- ↪ Ξαναμαζεύτηκε στο σπίτι της μάνας του γονατισμένος από την ανεργία ενώ στην αρχή τον παρακαλούσε γονατιστή να μείνει μαζί της κι εκείνος την απόπαιρνε.
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γόνατο
Μεταφράσεις
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.